κουβαλητός

κουβαλητός
η , ό принесённый на руках;

τον φέρανε κουβαλητό — его притащили, принесли на руках


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κουβαλητός" в других словарях:

  • κουβαλητός — ή, ό (Μ κουβαλητός, ή, όν) [κουβαλώ] αυτός που κουβαλιέται ή που μπορεί να μεταφερθεί από άλλους. επίρρ... κουβαλητά με μεταφορά …   Dictionary of Greek

  • ακουβάλητος — η, ο αυτός που δεν κουβαλήθηκε ή δεν μπορεί να κουβαληθεί, να μεταφερθεί «ακουβάλητο σιτάρι». [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό + κουβαλητός < κουβαλώ] …   Dictionary of Greek

  • περιοιστικός — ή, όν, Α [περίοιστος] φορητός, κουβαλητός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»